Η τεχνολογική καινοτομία ήρθε στην Ελλάδα από ανάγκη, και έμεινε
«Όταν ένας Ισραηλινός έχει μια επιχειρηματική ιδέα, θα τη βάλει μπρος την ίδια εβδομάδα». Όταν το 2011 οι Dan Senor και Saul Singer εφεύρισκαν τέτοιου είδους ατάκες για να περιγράψουν το οικονομικό θαύμα του Ισραήλ με όχημα τις startups, στη χώρα μας όποιος είχε μια ιδέα μάλλον την άφηνε σε κάποιον άλλο. Η νεοφυής επιχειρηματικότητα, δηλαδή η εκκίνηση μιας τεχνολογικής δραστηριότητας για την παραγωγή πλούτου από το μηδέν, ήταν ένας όρος σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα.
Μόνο μετά την ομολογία της αποτυχίας του κράτους μέσα στη δεκαετία του 2010, η ελληνική αγορά άρχισε να ψελλίζει τη λέξη οικοσύστημα. Οι ελληνικές startups δεν προέκυψαν σαν κάποια μορφή εμπροσθοβαρούς ανάπτυξης σε ομαλές συνθήκες. Ήταν γέννημα-θρέμμα μιας εθνικής περιπέτειας. Με άκριτο δανεισμό σε ένα αναξιοκρατικό σύστημα, βασισμένο στην κατανάλωση που περιφρονούσε την πλευρά της παραγωγής –της προσφοράς όπως την αποκαλούν οι οικονομολόγοι–, η εκδήλωση της κρίσης χρέους σηματοδότησε ένα ανείπωτο πλήγμα στο «brand» ελληνικό Δημόσιο.
Η κρίση μετατράπηκε σε ευκαιρία, αφού πρώτα έλαβε τον χαρακτήρα της ανάγκης. Παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες τους, «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί» συναντήθηκαν στην κοινή παραδοχή ότι η Ελλάδα στραβά αρμένιζε. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ξεκίνησαν τα πρώτα ουσιαστικά βήματα του ελληνικού οικοσυστήματος. Οι συνθήκες ήταν αντίξοες. Η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία βρισκόταν σε ιστορικά χαμηλά και διάφορες συντεχνίες προέβαλλαν εμπόδια σε οτιδήποτε διατάρασσε την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων – ακόμη και αν τη βελτίωνε. Εμφανίστηκαν όμως οι πρώτοι «τρελοί» founders, λανσάροντας υπηρεσίες με χειροπιαστό αποτέλεσμα (βλ. Beat). Ακολούθησαν τα πρώτα success stories με απήχηση στο εξωτερικό (βλ. Blueground) και τα πρώτα exits με εξαγορές που προκάλεσαν αίσθηση (βλ. Viva Wallet και JP Morgan, ανεξάρτητα από την κατάληξη της συμφωνίας – την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι σε εξέλιξη μια περιπετειώδης διαπραγμάτευση για το τελικό τίμημα).
Παράγοντες αλλαγής
Υπήρξαν όμως και δύο εξωγενείς παράγοντες που ευνόησαν διεθνώς, κατ’ επέκταση και στην Ελλάδα, την άνθηση των startups τη δεκαετία που προηγήθηκε. Πρώτον, η ιλιγγιώδης ανάπτυξη του παγκόσμιου ίντερνετ και των εφαρμογών του εξάλειψε τις αποστάσεις, πολλαπλασίασε τα ερεθίσματα και απλοποίησε τις διαδικασίες, διευρύνοντας τις δυνητικές αγορές. Ακόμα και η πανδημία έπαιξε πρόσφατα τον ρόλο της, τοποθετώντας σε περίοπτη θέση την προστιθέμενη αξία της τεχνολογικής επιχειρηματικότητας.
Δεύτερον, άνοιξαν οι ουρανοί κι έβρεξε χρήμα. Μπροστά στους παρατεταμένα ισχνούς ρυθμούς μεγέθυνσης και στον χαμηλό πληθωρισμό, οι κεντρικές τράπεζες διέθεσαν αστείρευτη ρευστότητα στις οικονομίες. Το ζεστό χρήμα ενίσχυσε, μεταξύ άλλων, σχήματα που στόχευαν στην επιχειρηματική καινοτομία. Το timing ήταν ιδανικό. Η Ελλάδα διψούσε για νέα μοντέλα εργασίας και επιχειρηματικότητας. Τα πρώτα εργαλεία στήριξης της ελληνικής startup σκηνής (βλ. Jeremy, Equifunds) έθεσαν τις βάσεις. Την ίδια στιγμή, τα διεθνή funds είχαν τέτοια χρηματική άνεση, που τοποθετούσαν κεφάλαια ακόμα και σε ελληνικές εταιρείες, οι οποίες επωφελήθηκαν τα μέγιστα από το διεθνές περιβάλλον της υπερβάλλουσας ρευστότητας – το αποκαλούμενο «bull market».
Βεβαίως, τίποτα δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη συνδρομή των ελληνικών Venture Capitals, των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών (βλ. Venture Friends, Big Pi Ventures, Marathon, Velocity Partners), που αποτελούν προϋπόθεση για την αιμοδοσία ενός οικοσυστήματος. Στο φόντο ξεπρόβαλε και μια άλλη παράμετρος, περίπου νομοτελειακή, που δεν απαιτούσε κόπο: ο χρόνος που κυλούσε. Αν συμβουλευτεί κανείς τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, θα δει πως το 2020 η συμμετοχή της γενιάς του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης στο εργατικό δυναμικό μειώθηκε λίγο κάτω από το 50%. Η συμμετοχή των νεότερων γενεών αυξήθηκε λίγο πάνω από το 50%. Όσο αυξάνεται το δικό τους μερίδιο στη συνολική απασχόληση, τόσο εισάγονται οι τεχνολογικές δεξιότητες στην ελληνική παραγωγική βάση, συντελώντας στον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Ελλάδα κέρδισε δύο στοιχειώδη, αλλά πολύτιμα στοιχήματα που δεν ήταν αυτονόητα. Πρώτον, ότι μπορεί να αλλάξει, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις στον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών της (βλ. Skroutz, efood και Hellas Direct). Δεύτερον, ότι μπορεί να εξάγει καινοτομία σε ξένες αγορές (βλ. Workable και Persado). Τελικά, το μεγαλύτερο κέρδος από την ανάπτυξη της ελληνικής startup σκηνής είναι η διαπίστωση ότι ο Έλληνας καταναλωτής και ο Έλληνας επιχειρηματίας σε τίποτα δεν διαφέρουν από τους ξένους ομολόγους τους, αρκεί να συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες.
Ωστόσο, το ελληνικό οικοσύστημα κατατάσσεται, ακόμα και σήμερα, στις τελευταίες θέσεις της Ευρώπης σε όρους συμμετοχής ΑΕΠ και πληθυσμού. Οι εργαζόμενοι στον κλάδο δεν ξεπερνούν τους 10.000 και μόλις πρόσφατα η χώρα απέκτησε το πρώτο της Unicorn, δηλαδή μια startup με αποτίμηση πάνω από 1 δισ. (Viva Wallet). Οι πιο επιφυλακτικοί κρατούν μικρό καλάθι για τη δυναμική της ελληνικής startup σκηνής. Θεωρούν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αλλάξει σε μία μέρα. Έχει ακόμα δρόμο να διανύσει στην ποιότητα των υποδομών και των δικτύων, στο επίπεδο του ψηφιακού αλφαβητισμού καταναλωτών και επιχειρήσεων, στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και στην αποδαιμονοποίηση της επιχειρηματικότητας μέσα από την ανάπτυξη μιας σύγχρονης κουλτούρας ήδη από τα πρώτα σχολικά βήματα.
Οι πιο αισιόδοξοι διαβλέπουν μια μοναδική ευκαιρία ακριβώς στο γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο εξέλιξης στο πλαίσιο της τεχνολογικής παγκοσμιοποίησης. «Η Ελλάδα και η Μεσόγειος είναι για μας αυτή τη στιγμή ένα από τα πιο ελκυστικά επενδυτικά περιβάλλοντα στον κόσμο», έλεγε πρόσφατα ο Global Head της JP Morgan για την καινοτομία και την εταιρική ανάπτυξη, Jeremy Balkin, μιλώντας σε διεθνές συνέδριο του Economist στη Νέα Υόρκη. Διαφημίζοντας τις προοπτικές του ελληνικού οικοσυστήματος, μιλούσε για καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικό ταλέντο σε ένα περιβάλλον το οποίο αποδείχθηκε ανθεκτικό απέναντι στα διαδοχικά σοκ των τελευταίων ετών.
Η Ελλάδα δεν έγινε ξαφνικά παράδεισος καινοτομίας και επιχειρηματικότητας. Εκ του αποτελέσματος, έπρεπε να πιάσει πάτο για να πάρει μπρος. Έστω κι έτσι όμως, έβαλε τα θεμέλια και τώρα θα πρέπει να χτίσει. Προσωπικότητες με εμπειρία από τα πιο προηγμένα περιβάλλοντα καινοτομίας στον κόσμο συνιστούν υπομονή και επιμονή, μιλώντας για μια μακρά διαδρομή που επιφυλάσσει τόσο καλές όσο και κακές στιγμές. Συμβουλεύουν τη χώρα μας να μην ηρωοποιεί τα success stories και να μη δραματοποιεί τις αποτυχίες, παρά να εντείνει τον όγκο της δραστηριότητας πολλαπλασιάζοντας τις δυνατότητες του οικοσυστήματος. Εξάλλου, όπως έλεγε πολύπειρο στέλεχος τεχνολογικών επιχειρήσεων, «δεν υπάρχει τέλεια ιδέα». Αυτό που μετράει είναι η ομάδα και η ηγεσία, σε ένα περιβάλλον που θα ενθαρρύνει την ανάληψη ρίσκου για καινοτομία.
ΜΑΡΚΟΣ ΒΕΡΕΜΗΣ
Upstream, Big Pi Ventures, ΣΕΒ
→ Επόμενο βήμα με πλήρη κύκλο χρηματοδότησης
Υπάρχει διακομματική συναίνεση για τις startups. Είναι από τους ελάχιστους τομείς στην Ελλάδα που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στο κράτος υπάρχει μια συνέχεια όσον αφορά το οικοσύστημα και άρα την ανάγκη τεχνολογικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας. Βεβαίως, ήταν κάτι που ξεκίνησε από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή το πολιτικό σύστημα αγκάλιασε αυτό το αφήγημα, γιατί είχε μεγάλη επιρροή σε νέους ανθρώπους, μέσα από τις έννοιες της καινούργιας αρχής, της αξιοκρατίας, της ταχύτητας και της φιλοδοξίας.
Σε όρους κουλτούρας τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε. Είναι ακόμη κλειστός ο κύκλος των ανθρώπων που τους αγγίζει αυτός ο χώρος. Εξ ου και είναι εξαιρετικά νωρίς να μπαίνει κανείς σε διαδικασία φιέστας. Βρισκόμαστε πίσω σε σχέση με τον δυτικό κόσμο. Χρειαζόμαστε λιγότερες φιέστες και περισσότερη συγκέντρωση στη δουλειά και στο αποτέλεσμα.
Βραχυπρόθεσμα, χρειαζόμαστε ελληνικό «growth equity» και «private equity». Θα πρέπει δηλαδή να αποκτήσουμε έναν πλήρη κύκλο χρηματοδότησης. Έχουμε φτιάξει ένα μικρό γκρουπ από VCs τα οποία διαχειρίζονται περίπου 300 εκατ. ευρώ. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα επενδύει περίπου 70 εκατ. τον χρόνο στο αρχικό στάδιο εταιρειών τεχνολογίας, το οποίο όμως αντιστοιχεί στο 1/10 του κατά κεφαλήν ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δεν έχουμε επίσης ένα χρηματιστήριο που να λειτουργεί καλά και να μπορεί να δεχτεί τεχνολογικές εταιρείες σε IPOs. Γι’ αυτό και οι εταιρείες από ένα σημείο και μετά αναγκάζονται να αναζητήσουν χρήματα εκτός Ελλάδας, ενώ ορισμένες πωλούνται πρώιμα. Δεν θα πρέπει να πανηγυρίζουμε για exits των 50 εκατ. Πουλάμε ταλέντο στο εξωτερικό και το κάνουμε φθηνά.
Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να εκθέσουμε πολύ περισσότερα παιδιά στις αξίες και στην έννοια της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας ήδη από το σχολείο, για να προλάβουμε τις πανεπιστημιακές τους επιλογές. Το πρόγραμμα Junior Achievement αγγίζει 10.000 μαθητές σε 500 σχολεία. Θα πρέπει να γίνει γενικός κανόνας στο εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Στα καλά νέα, επενδύοντας κάποιος στην Ελλάδα σήμερα, αποκτά πρόσβαση σε ανθρώπινο δυναμικό με υψηλές δεξιότητες και χαμηλό κόστος. Επιπλέον, δραστηριοποιείται σε μια χώρα με καλά μακροοικονομικά στοιχεία και μεγάλο περιθώριο εξέλιξης στην τεχνολογία ως ποσοστό του ΑΕΠ. Σήμερα βρισκόμαστε στο 2% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος σε οικονομίες του εξωτερικού φτάνει το 10%. Η Ελλάδα είναι μία από τις τελευταίες οικονομίες που θα συγκλίνει με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και είναι μια χώρα με ισχυρή διασπορά, που μπορεί να συνδράμει προς αυτή την κατεύθυνση.
ΝΙΚΟΣ ΔΡΑΝΔΑΚΗΣ
CEO & Co-founder της Flyway (Founder της TaxiBeat)
→ Χρειαζόμαστε κι άλλους «τρελούς» founders
Μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Η νεοφυής τεχνολογική επιχειρηματικότητα (κοινώς τα tech startups) ουσιαστικά άρχισε να δημιουργείται στην Ελλάδα με την ίδρυση του Opencoffee γύρω στο 2007 – μια μηνιαία συνάντηση των πρώιμων ιδρυτών εταιρειών τεχνολογίας. Σήμερα μετράμε αρκετά VC funds με κάποιες εκατοντάδες εκατομμύρια σε διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και το πρώτο μας Unicorn.
Η ελληνική αγορά είναι ακόμα καχεκτική για να στηρίξει όσους επιχειρούν με νέες ιδέες. Κοιτώντας προς τα πίσω, κάναμε πρόοδο. Κοιτώντας στο πλάι, είμαστε ακόμα κολλημένοι σταθερά στις τελευταίες θέσεις του ευρωπαϊκού οικοσυστήματος. Τα διεθνή και υπερ-τοπικά funds δεν μας έχουν βάλει στο ραντάρ τους. Είμαστε στις τελευταίες θέσεις από την άποψη συνδεσιμότητας, ταχυτήτων και ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξήθηκαν κατά +71% (!) το 2020 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Οι Έλληνες «εκβιάστηκαν» να μάθουν να παραγγέλνουν online εν μέσω των lockdowns. Επίσης, υπάρχουν βάσιμες υποθέσεις ότι η ταχύτατη ψηφιοποίηση του κράτους βοηθάει τον μέσο πολίτη να εξοικειωθεί με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές (είναι αδιανόητο πως ακόμα και σήμερα αποτελεί ζητούμενο!).
Σε ένα περιβάλλον ψηφιακής καθυστέρησης οι ελληνικές startups που γεννιούνται και μεγαλώνουν δεν θα καταφέρουν να ευδοκιμήσουν. Χρειάζονται πελάτες, στελέχη, συνεργάτες που έχουν μια προχωρημένη αντίληψη για την ψηφιακή οικονομία. Χρειάζονται γρήγορες ταχύτητες ίντερνετ (ειδικά στην εποχή του remote work) και άλλες υποδομές.
Λείπουν δραματικά οι «early adopters», εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δοκιμάζουν νέες (ή τρελές) ιδέες. Όσοι έχουν ιδέες πέρα από τα καθιερωμένα και τα προφανή είναι εκείνοι που συνήθως κάνουν τη μεγάλη διαφορά σε ένα οικοσύστημα. Χρειαζόμαστε περισσότερους σε αυτή την κατηγορία. Όμως, σε μια αγορά στην οποία υπάρχει ισχυρός συντηρητισμός –έως και κυνισμός– στην αποδοχή τέτοιων ιδεών, τα πράγματα δεν είναι εύκολα.
Το προσωπικό περιβάλλον του starupper έχει καθοριστικό ρόλο στο να μπει μια ιδέα στη θερμοκοιτίδα και να επιβιώσει, πριν ξεκινήσει την ανάπτυξή της. Είναι εύκολο να πεις πως ένας «τρελός» founder θα προσπεράσει την ελληνική αγορά και θα απευθυνθεί κατευθείαν στις αγορές του εξωτερικού, όμως χωρίς πρόσβαση σε διαπροσωπικά δίκτυα θα βρει τις πόρτες κλειστές. Δεν είναι πως τα πράγματα γίνονται απλώς «online» σήμερα.
Η φυγή προς τα εμπρός είναι δύσκολη υπόθεση. Το πρόβλημα είναι πολυ-παραγοντικό. Αν θα είχα να συνεισφέρω μια ιδέα, αυτή θα ήταν κάτι αντίστοιχο με τα «charter cities» που είχε προτείνει ο ακαδημαϊκός Paul Romer, αλλά σε μικροκλίμακα [σ.σ.: περιοχές με το δικό τους θεσμικό πλαίσιο που ευνοεί την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας].
Τα τελευταία 20 χρόνια δεν ήταν ρόδινα. Η βίαιη μεταφορά από μια κατάσταση ευφορίας σε μια κατάσταση δυστυχίας μάς άφησε μουδιασμένους και χωρίς διάθεση να παρατηρήσουμε κάποιες πολύ σημαντικές αλλαγές που έχουν συμβεί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ
CEO & Co-founder της Skroutz
→ Να εισαγάγουμε εμπειρία στην ταχεία εταιρική ανάπτυξη
Το 2005, μια startup δεν ήταν επιλογή. Οι χρηματοδοτήσεις αφορούσαν μόνο εδραιωμένες επιχειρήσεις, δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τη λογική μιας startup. Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την πρόσβαση στο ίντερνετ μέχρι και στα πιο απομακρυσμένα μέρη, ενώ τότε μιλούσαμε ακόμα για ποσοστό πρόσβασης στο διαδίκτυο. Τα κινητά τηλέφωνα –ένα ακόμα παράδειγμα–, που σήμερα είναι εργαλεία επίλυσης προβλημάτων, τότε ήταν απλώς τηλεφωνικές συσκευές. Σήμερα μπορούμε να υπογράψουμε και να εγκρίνουμε συμβάσεις online, ενώ τότε, θυμάμαι, έπρεπε να θυσιάσω μία μέρα της εβδομάδας για να επισκεφτώ το γκισέ της τράπεζας για απλές εργασίες.
Δεν είμαστε η Ελλάδα που ήμασταν. Η επιχειρηματικότητα δεν εξαρτάται πλέον από το κράτος ή τις τράπεζες, αλλά από ένα οικοσύστημα ανθρώπων με καινοτόμες ιδέες, με δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να στέκονται ισάξια απέναντι σε εταιρείες του εξωτερικού.
Μας λείπει η εμπειρία, όχι το εργατικό δυναμικό. Έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στις γνώσεις και στην κατάρτισή μας. Αυτό που λείπει για να γίνουμε ένα startup nation είναι οι άνθρωποι που έχουν διαχειριστεί μεγάλες ομάδες και έχουν κάνει τολμηρά βήματα. Αν μου έδινε κάποιος τον ρόλο να μεγαλώσω το οικοσύστημα στην Ελλάδα, από εκεί θα ξεκινούσα, από την προσέλκυση ανθρώπων με εμπειρία στην ταχεία εταιρική ανάπτυξη, αλλά και ικανών να δώσουν ώθηση στις ήδη υπάρχουσες, όπως και στις νεοφυείς επιχειρήσεις.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΣΕ ΤΙΤΛΟΥΣ
↳ 2007 το Jeremie Fund βάζει τα θεμέλια
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία σύστασης του Ταμείου Χαρτοφυλακίου Jeremie Fund, για τη χρηματοδότηση ανάληψης ρίσκου από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Το ευρωπαϊκό πρόγραμμα θα αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα γίνουν τα πρώτα βήματα της τεχνολογικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Το 2016, επίσης με τη στήριξη της ΕΕ, την προσπάθεια αυτή θα ενισχύσει ένας αντίστοιχος θεσμός, το Ταμείο Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Equifund).
↳ 2011 η ίδρυση της Taxibeat
Ένας από τους πρώτους «τρελούς» founders εμφανίζεται στο ελληνικό οικοσύστημα, ταράζοντας τα νερά στις μετακινήσεις και αποτελώντας case study για το αποκαλούμενο «disruption» (διατάραξη) της αγοράς. Έξι χρόνια αργότερα, θα εξαγοραστεί έναντι 43 εκατ. ευρώ από τη γερμανική Daimler.
↳ 2014 το deal της Upstream
H ελληνική εταιρεία τεχνολογίας πουλάει το 68% των κεφαλαίων της στο βρετανικό fund Actis. Με 150 εκατ. δολάρια πετυχαίνει την υψηλότερη μέχρι τότε αποτίμηση ελληνικής startup.
↳ 2015 διεθνής ένεση ρευστότητας
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοινώνει την έναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στην κυκλοφορία του χρήματος, διαμορφώνοντας συνθήκες εκτόξευσης στη ρευστότητα. Έχει ήδη προηγηθεί η αμερικανική Fed. Η χαλαρή νομισματική πολιτική στο δυτικό ημισφαίριο δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις και στην Ελλάδα τα χρόνια που ακολουθούν.
↳ 2015 η εξαγορά της efood
Η ψηφιακή πλατφόρμα efood εξαγοράζεται από τον γερμανικό κολοσσό των διανομών κατ’ οίκον Delivery Hero, μια εξέλιξη που ανοίγει τον δρόμο για τη ραγδαία ανάπτυξη της ελληνικής αγοράς του e-delivery. Το 2020 θα ακολουθήσει η είσοδος της Delivery Hero στην επίσης ελληνική InstaShop, με εξαγορά ύψους 360 εκατ. ευρώ.
↳ 2017 η επιτυχία της Innoetics
Η ομάδα της ελληνικής εταιρείας που αναπτύσσει την τεχνολογία μετατροπής κειμένου σε ομιλία κερδίζει την εμπιστοσύνη της κορυφαίας πολυεθνικής εταιρείας ηλεκτρονικών Samsung. Η συμφωνία της τάξης των 20 εκατ. ευρώ ξεχωρίζει για την υπεραξία που εκτιμάται ότι κλήθηκε να καταβάλει η κορεατική βιομηχανία.
↳ 2020 το άλμα της Softomotive
Η Microsoft στρέφει το βλέμμα της στη Softomotive. Είναι η πρώτη φορά που ένας παγκόσμιος τεχνολογικός κολοσσός αγοράζει μια ελληνική εταιρεία ως βάση τεχνολογίας στον ανερχόμενο τομέα της αυτοματοποίησης επιχειρηματικών διαδικασιών RPA (Robotics Process Automation).
↳ 2022 το ορόσημο της Viva Wallet
Η πρώτη unicorn στην Ελλάδα είναι γεγονός. Ο τραπεζικός γίγαντας JP Morgan Chase προσφέρεται να αγοράσει το 49% της Viva Wallet*, η οποία αποτιμάται πλέον σε επίπεδο άνω του 1 δισ. δολαρίων.
*Μέχρι τις 15 Νοεμβρίου εκκρεμούσε η οριστική επικύρωση της συμφωνίας.
↳ 2022 η «αναγνώριση» των VCs
Το κατώφλι της Βουλής περνούν οι εκπρόσωποι των ταμείων επιχειρηματικών συμμετοχών (Venture Capitals – VCs) προκειμένου να ανταλλάξουν απόψεις με την Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Έρευνας και Τεχνολογίας. Oι χρηματοδοτήσεις των Venture Friends, Big Pi Ventures, Marathon και Velocity Partners έχουν ήδη συντελέσει τα μέγιστα στην ανάπτυξη του ελληνικού οικοσυστήματος. Στον ελληνικό χώρο των VCs συμπεριλαμβάνονται και οι πρωτοβουλίες των Metavallon και UniFund.
*Δεν παραλείπουμε πως αρκετές ακόμα startups, όπως η Blueground, η Skroutz, η Think Silicon και η Accusonus, έχουν αποτελέσει ιδιαίτερα σημαντικούς σταθμούς στην πορεία της ελληνικής startup σκηνής.
Πώς η Ελλάδα μπορεί να γίνει Startup Nation
→ Καλύτερη συνδεσιμότητα και πιο γρήγορο ίντερνετ
→ Πολλαπλάσιες ψηφιακές συναλλαγές
→ Επιπλέον κρίκοι στην αλυσίδα της χρηματοδότησης
→ Καλύτερο ελληνικό χρηματιστήριο
→ Λιγότερος συντηρητισμός απέναντι σε ρηξικέλευθες ιδέες
→ Περισσότεροι «τρελοί» founders
Δεν υπάρχουν σχόλια